- μαστιγώσουσιν
- будут бичевать
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μαστιγώσουσιν — μαστῑγώσουσιν , μαστιγόω whip aor subj act 3rd pl (epic) μαστῑγώσουσιν , μαστιγόω whip fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαστῑγώσουσιν , μαστιγόω whip fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)